πεζομαχώ

πεζομαχώ
πεζομαχῶ, -έω, ΝΑ [πεζομάχος]
μάχομαι στην ξηρά, δίνω μάχη με το πεζικό
αρχ.
μάχομαι από το κατάστρωμα πλοίου όπως από ξηράς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πεζομαχώ — πεζομάχησα, μάχομαι πεζός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεζομάχῳ — πεζομάχος fighting on foot masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεζομαχώ — καταπεζομαχῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού πεζομαχώ) νικώ σε πεζομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεζομαχώ «μάχομαι στην ξηρά ή πεζός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”